- χελιχελώνη
- ἡ, Απαιδικό παιχνίδι κοριτσιών, πρόδρομος τού σημερινού παιχνιδιού Η μικρή Ελένη.[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. τού καθημερινού λεξιλογίου τής Αρχαίας, σχηματισμένος από τη λ. χελώνη με εκφραστικό διπλασιασμό, ενώ, κατ' άλλους, συνδέεται με το χελύννα, αιολ. τ. τού χελώνη. Αντίθετα, η σύνδεση τού τ. με την λ. χελιδών προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες και δεν θεωρείται πιθανή. Τέλος, ας σημειωθεί και η γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχ. χωρίς ερμήνευμα χελεῦ χελώνη].
Dictionary of Greek. 2013.